tukahduttaa Görög
4 fordítások
| Fordítás | Kontextus | Hang |
|---|---|---|
|
gyakori
🇫🇮 Tukahduttaa hänet hermostuneisuuden vuoksi
🇬🇷 Παραλύω τον λόγω του άγχους του
🇫🇮 Lääkäri tukahdutti infektion
🇬🇷 Ο γιατρός καταπολέμησε τη μόλυνση
|
formális | |
|
gyakori
🇫🇮 Hän tukahdutti tunteensa
🇬🇷 Καταστολήσε τα συναισθήματά του
🇫🇮 Yhteiskunta tukahdutti vastustuksen
🇬🇷 Η κοινωνία καταστολήσε την αντίσταση
|
formális | |
|
ritka
🇫🇮 Tukahduttaa viruksia
🇬🇷 Να στέλλει ιούς
🇫🇮 Tukahduttaa patogeenejä
🇬🇷 Να καταστέλλει παθογόνους οργανισμούς
|
műszaki | |
|
ritka
🇫🇮 Hän tukahdutti huutonsa
🇬🇷 Άλλοι σκαλώνουν από το θυμό τους
🇫🇮 Tukahduttaa itsensä
🇬🇷 Να σκαλώνω τον εαυτό μου (να συγκρατώ τα νεύρα μου)
|
szleng |